- κομμεορρητίνη
- ηχημ. φυσικό μίγμα κόμμεος και ρητίνης που παράγεται με εξίδρωση φυσική ή τεχνητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι, -εως + ρητίνη. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gomme-resine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβάνι — Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που… … Dictionary of Greek
βοιμηρία — (boehmeria). Γένος πολυετών ποωδών φυτών, θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των ουρτικιδών. Έχουν φύλλα αντίθετα ή επαλλάσσοντα, πολύμορφα. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι πλατύ αχαίνιο. Στο γένος β.… … Dictionary of Greek